μετακεντρικός

μετακεντρικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μετάκεντρο
2. βιολ. αυτός που αναφέρεται σε ένα μακρύ χρωματόσωμα τού οποίου το κεντρόμερο βρίσκεται στο μέσον περίπου, σε αντιδιαστολή προς τον ακροκεντρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάκεντρο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”